- εγερσιφαής
- ἐγερσιφαής, -ές (Α)(λίθος) που αναδίδει φως, που λάμπει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγερσιφαῆ — ἐγερσιφαής light stirring neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐγερσιφαής light stirring masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐγερσιφαής light stirring masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek